- λογχίτις
- λογχῑτις, -ίτιδος, η (Α) [λόγχη]ονομασία διαφόρων φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγκίολα — και λαγκέολα, ἡ (Α) λογχίτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lanceola «λογχίδιο»] … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
λύκιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκάονα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Γιος του Ηρακλή και της Θεσπιάδας Toξικράτης. 3. Γιος του Κλείνιου από τη Μεσοποταμία. Παραβίασε εντολές του Απόλλωνα και μεταμορφώθηκε σε κοράκι. II (5ος αι. π.Χ.).… … Dictionary of Greek